-
1 ἐποικοδομέω
A build up, - ήσαντας αὐτὸ (sc. τὸ τεῖχος)ὑψηλότερον Th.7.4
, cf. X.HG6.5.12, D.55.25 : metaph., pile up, use a climax, Arist.Rh. 1365a16, Rh.Al. 1426b3.2 build upon,ἐπὶ κρηπῖδι X. An.3.4.11
;ἐπὶ κρηπῖδος Pl.Lg. 736e
;ἐπὶ τοὺς τοίχους OGI483.117
(Pergam., ii B.C.): metaph., Pl.Lg. 793c ([voice] Pass.) ;φύσει μαθήματα Ph.1.610
; τινὶ εὐτονίαν, ἀσφάλειαν, Arr.Epict.2.15.8 ([voice] Pass.) ; ἐπὶ θεμέλιον or θεμελίῳ, 1 Ep.Cor.3.12, Ep.Eph.2.20 ;θεμελίοις Sor.1.47
([voice] Pass.) ;τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Paus.8.2.6
, cf. Dam.Pr.87 ([voice] Pass.).II = ἐπιτειχίζω, Plb.2.46.5:—[voice] Med.,στρατόπεδα πέντε -ησάμενος Arr.An.2.1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποικοδομέω
-
2 ἐποικοδομέω
ἐποικοδομέω 1 aor. ἐποικοδόμησα (on the lack of augment s. Mlt-H. 191); 1 aor. pass. ἐποικοδομήθην (s. οἰκοδομέω Thu. et al.; ins, pap, Philo, Joseph.) Used in imagery in our lit.① to build someth. on someth. already built, build on to (X.; Pla., Leg. 5 p. 736e; ins; PGiss 67, 12; Jos., Ant. 12, 253).ⓐ of stones to become part of a tower ἔμελλε πάλιν ἐποικοδομεῖσθαι the building was to be continued Hs 9, 5, 1; cp. v 3, 8, 9.ⓑ of building on someth. or someone. In ref. to the beginnings of a congregation (w. θεμέλιον τιθέναι; cp. Jos., Ant. 11, 79.—Philo, Somn. 2, 8: θεμελίων τρόπον … ἄλλα … σοφῆς ἀρχιτέκτονο … ἐποικοδομῶμεν) 1 Cor 3:10; cp. vs. 14. ἐ. ἐπί τι build upon someth. (OGI 483, 117 ἐπὶ τοὺς τοίχους ἐ.) vs. 12. ἐποικοδομηθέντες ἐπὶ τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων built on the foundation of the apostles Eph 2:20 (ἐπί w. dat. as X., An. 3, 4, 11); cp. 1 Pt 2:5 v.l. in 2. This mng leads naturally to② to engage in a building process of personal and corporate development, edify, build up/on, w. imagery less strong than in 1b (Epict. 2, 15, 8) Ac 20:32 v.l. ἐποικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ built upon him (i.e. Christ; the prep. is explained by the preceding ἐρριζωμένοι) Col 2:7. ὡς λίθοι ζῶντες ἐποικοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός let yourselves be built on (him) into a spiritual house 1 Pt 2:5 v.l. (the compound connects God’s people with Christ ‘the living stone’ vs. 4). Sim. Jd 20 ἐ. (ἀνοικ. P72) ἑαυτοὺς τῇ πίστει build each other up on the basis of the faith (ἐ. w. dat. as Epict. loc. cit.; Philo, Gig. 30, Conf. Lingu. 5).—DELG s.v. οἶκος. M-M. TW. -
3 ἐπαλείφω
A smear over, ἐπὶ δ' οὔατ' ἀλεῖψαι ἑταίρων Od.12.47; ἐπ' οὔατα πᾶσιν ἄλειψα ib. 177; κηρὸν.. ὅν σφιν ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' ib. 200;ὁπόταν.. λεαίνῃ ἐπαλείφουσα τὰ τραχυνθέντα Pl.Ti. 66c
;ἐ. χρόαν ἐτέραν ἐφ' ἑτέραν Arist.Sens. 440a9
: prov., τοὺς τοίχους τοὺς δύο ἐ. 'run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15:—[voice] Pass.,τὸ ἐπαλειφθέν Pl.Ly. 217c
;ἐπαλήλιπται ὁ κύτταρος Arist.HA 555a6
;χρυσὸς ἐπαληλιμμένος J.AJ17.10.2
.2 metaph., from anointing athletes, prepare for contest, stir up, irritate,τινὰ ἐπί τινα Plb.2.51.2
; ἐ. τινάς τινι set them upon him, D.L.2.38;μέθυσμα ἐ. θυμούς Ph.1.680
; so perh. in physical sense, irritate, Hp.Mul.1.99, Epid.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαλείφω
-
4 καταχορχρέομαι
A : [tense] pf. - κέχρημαι both in act. and pass. senses (v.infr.): [tense] aor. - εχρήσθην (v.infr.11.4):—make full use of, apply, τινὶ εἰς.., ἐπί.., πρός τι, Pl.Lg. 700c, R. 520a, Cra. 426e; μάρτυσι κ. πρὸς τὸ .. Id.Phlb. 51a;κ. ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ.. ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν Arist.Resp. 473a23
, cf. Sens. 444a25; λόγους.. οἷσπερ νυνὶ κατακέχρηται (in act. sense) D.35.44;ἐν καιρῷ [πράξεσι] κ. Isoc.4.9
;κενῇ προφάσει ταύτῃ κατεχρῶ D.18.150
: c. acc.,τὴν.. ὑπερβολὴν ἐπὶ βοήθειαν κ. ἡ φύσις Arist.PA 663b33
;σχολὴν ἐς ἀκρόασιν Luc.Prom.4
;τι εἴς τι IG22.1672.307
(iv B.C.), cf. J.BJ5.9.1: abs. in [tense] pf. part. in pass. sense, ἐξεύρημα.. Ἀθήνησιν.. κατακεχρημένον ἐν συμποσίοις ἰδίᾳ 'στί is fashionable at private banquets there, Amphis 14.4.II do what one likes with a person or thing,καταχρήσασθέ μοι, εἰ δοκῶ τοιοῦτος εἶναι Aeschin.1.122
.2 use up, consume, of money, etc., c. acc., Lys. 19.22 (bis);στέαρ PRev.Laws50.14
(iii B.C.); A7 (Delph., ii B.C.); lay out, apply money,εἴς τι D.49.4
, IG9(1).694.34 (Corc., ii B.C.), 12(1).155.86 ([place name] Rhodes); ἐνταῦθα on this, D.47.50: [tense] pf. in act. sense,ὅσα κατακέχρημαι Ἀθήνησι D.L.5.69
:—[voice] Pass., to be spent, consumed, Isoc.4.74;πλίνθου τῆς -χρησθείσης εἰς τοὺς τοίχους PPetr.3p.139
(iii B.C.).3 misuse, abuse, D. 19.277: c. dat., l.c.; κ. ὀνόματι use it in a wrong sense, misapply it, Arist. Cael. 270b24, Phld. Rh.1.43 S., cf. Str.5.1.2 (also abs., Phld.Rh.1.59 S.; fall into an error, Olymp. in Mete.279.11): c.acc.,κ. τὴν σχολὴν εἰς τοῦτο Dionys.
Com.4;τοῦ ἀρχαίου τι κ.
misappropriate,Test.Epict.
8.8.4 of persons, in bad sense, make away with, destroy, kill, c. acc., Hdt. 1.82, 117, 4.146, al., Plb.1.85.1:—[voice] Pass., [tense] aor. -χρησθῆναι, ἐδέοντό μιν κ. requested that he might be put to death, Hdt.9.120.B [voice] Act. [full] καταχράω only [dialect] Ion., used only in [ per.] 3sg., ἀντὶ λόφου ἡ λοφιὴ κατέχρα the mane sufficed them for a crest, Hdt.7.70; elsewh. impers., it suffices, οὐδέ οἱ καταχρήσει.. ὑμέων ἀπέχεσθαι nor will he be satisfied to keep his hands off you, Id.4.118; ὥς οἱ καταχρᾷ εἰ βούλονται that it is sufficient for him, if.., Id.1.164; καταχρήσει it will suffice, Phoen.2.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχορχρέομαι
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία — Κράτος της νοτίου Αφρικής. Συνορεύει Α με τη Μοζαμβίκη και τη Σουαζιλάνδη, Β με τη Ναμίμπια, τη Μποτσουάνα και τη Ζιμπάμπουε, Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό, Ν και Α από τον Ινδικό ωκεανό.Εντός των συνόρων της Ν. Δ. και στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek